ταβατούρι

ταβατούρι
το шум, гвалт, суматоха

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ταβατούρι" в других словарях:

  • ταβατούρι — ταβατούρι, το και νταβατούρι, το (λ. τουρκ.), θόρυβος, σύγχυση, φασαρία: Δε σ ακούω απ το ταβατούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβατούρι — το, Ν βλ. νταβαντούρι …   Dictionary of Greek

  • νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] …   Dictionary of Greek

  • tevatură — TEVATÚRĂ s.f. Zarvă, gălăgie, scandal. ♦ Bucluc, neplăcere. ♦ Tulburare, încăierare, răscoală, răzmeriţă. – Din tc. tevatür. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98  TEVATÚRĂ s. v. hărmălaie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»